- εὐθαλπής
- εὐθαλπής, ές,A warming well, genial,
θέρος Q.S.4.441
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θέρος Q.S.4.441
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθαλπής — εὐθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θαλπής (< θάλπω)] … Dictionary of Greek
εὐθαλπέος — εὐθαλπής warming well masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek
εὐθαλπέι — εὐθαλπέϊ , εὐθαλπής warming well dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)